Το αγαπημένο ποτό όσων βρίσκονται σε μεγάλα μπλεξίματα / χωσίματα.

Όπως είναι φανερό, η λέξη αποτελεί παράφραση του δημοφιλούς ποτού pina-colada το οποίο πίνεται ευχάριστα το καλοκαίρι.

Οι διαφορές του με την pina-colada, είναι οι εξής:

  1. Πίνεται όλο το χρόνο
  2. Δεν έχει αλκοόλ, οπότε πίνεται και σε μεγάλες ποσότητες άφοβα
  3. Είναι «μπόμπα»!
  4. Στο κερνάνε συνέχεια οι άλλοι
  5. Το βρίσκεις παντού - εκτός από bar

Παρατηρείται ότι όσοι το δοκιμάσουν μία φορά, το παίρνουν συνέχεια.

(Στον στρατό)
- Νέος: Ρε επιλοχία, πάλι εγώ σκοπέτο γερμανικό σήμερα;;;
- Παλιός: Γιατί ρε κωλόψαρο;;; Δεν σ' αρέσει η pipa-colada;;;

(Στο γραφείο)
- Τι έχεις ρε Ρούλη και είσαι σα χαμένος;;;
- Τι να' χω ρε Πατάπη... Απ' το πρωί με κερνάει pipes-colades (πληθυντικός) το αφεντικό και με βλέπω εδώ όλο το βράδυ να τις πίνω μόνος μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ξέρει γρι Αγγλικά, αλλά προσπαθεί να κολλήσει σε οποιαδήποτε κουβέντα πετώντας κουφές λέξεις/φράσεις greeklish καταφέρνοντας μόνο να γίνει ο περίγελος της παρέας.

Η φράση προέρχεται από πραγματικό περιστατικό που ακούστηκε πρόσφατα σε συζήτηση σχετικά με την δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Prison Break». Ο τύπος που κατοχύρωσε τα δικαιώματα του όρου, πετάχτηκε σαν σφηνόπουτσα στην κουβέντα λέγοντας: «Παιδιά, βλέπετε κι εσείς πρίζο μπρέι;;». Έκτοτε έχει γίνει επίσημα slang όρος.

- Χάι μωρό. Μάι νέϊμ ιζ Μήτσος εντ άι σπικ ίνγκλαντ βέρυ μπεστ! Κεράσει ποτό;
- Πώπω ρε φίλε! Τι πρίζο μπρέι είσαι συ;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο από 'rear-view' οπτική γωνία.

Για να καταλάβει κάποιος την ακριβή έννοια του όρου, θα πρέπει να το δεί στην πραγματικότητα. Ένα super επιτυχημένο 'μύδι' επιτυγχάνεται ως εξής:

  1. Η γυναίκα πρέπει να φοράει μίνι
  2. Πρέπει να σκύψει να πιάσει κάτι από το έδαφος
  3. Σκύβοντας, τα πόδια πρέπει να είναι ενωμένα και να ΜΗΝ λυγίσει τα γόνατα
  4. ΔΕΝ πρέπει να φοράει εσώρουχο.
  5. Ο αναζητητής προέλευσης του όρου (δηλαδη ΕΣΥ) πρέπει να βρίσκεται ακριβώς από πίσω της και σε κάποια σχετική απόσταση

Αν όλα τα παραπάνω γίνουν με τη σωστή σειρά, τότε ο 'αναζητητής του όρου' θα μπορέσει να απολαύσει ένα υπέροχο μύδι.

Η εικόνα του αιδοίου σε αυτή την στάση θυμίζει έντονα το δημοφιλές οστρακοειδές, εξ' ου και ο όρος. Γι' αυτό:

(α) Τα μύδια είναι τόσο δημοφιλή και νόστιμα
(β) Θεωρούνται μεγάλο αφροδισιακό

Είχα την τύχη να ακούσω για πρώτη φορά τον όρο από έναν επίστρατο Θεσσαλονικιό - τελείως λαϊκό τύπο. Η στιχομυθία είναι πραγματική:

Είμαστε στην καρότσα μιας Καναδέζας και ο τύπος φοράει γυαλί μάσκα, με φραπεδιά στο χέρι και μπεγλέρι. Χαζεύουμε στο δρόμο, ώσπου ξαφνικά βλέπουμε Ρωσίδι να κάνει την κίνηση-μύδι. Ο τύπος πετάγεται απ'το κάθισμα σαν τρελλός (γνωρίζοντας το τι θα ακολουθούσε) και γουρλώνει τα μάτια λέγοντας:

- Μαλλλάκα...Κοίτα το μωρό! Φαίνεται το 'μύδι' της!!!
- Το ποιο;;;;;
- Το μύδι ρε φιλλλαράκι, το μύδι!!!! Μωρρρροοό μου!!!!

Για του λόγου το αληθές! (από Vrastaman, 22/10/08)Όλο μέσα. (από Galadriel, 05/02/09)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας με το υπερβολικά μεγάλο πέος.

Ο όρος προέρχεται από την γνωστή ασφαλιστική εταιρία INTERAMERICAN, με το ιστορικό πλέον σλόγκαν 'Μεγάλη και σίγουρη!', ο οποίος καθιερώθηκε μετά από την πρεμιέρα της ομώνυμης τσόντας 'INTERARAPICAN: Μεγάλη και σίγουρη', όπου πρωταγωνιστές ήταν μαύροι με αλογίσιες ψωλές.

Χρησιμοποιείται κυρίως για τύπους για τους οποίους έχει κυκλοφορήσει φήμη ότι την έχουν 2 μέτρα, ή για άτομα που κυκλοφορούν απίστευτες γκόμενες, που όμως είναι δυσανάλογες σε σχέση με τα εμφανή χαρακτηριστικά τους (π.χ. κοντοί, φαλακροί, χοντροί, κ.τ.λ.) οι οποίες όμως ΔΕΝ ξεκολλάνε από πάνω τους και συνήθως τους τρίβουνε το πόδι όπου και να βρίσκονται.

Επίσης, παίζει πολύ και η χρήση του όρου για interracial ζευγάρια (όπου ο άντρας είναι μαύρος). Ειδικά σε χώρες όπου η mixed λογική δεν είναι και πολύ αποδεκτή (βλ. Ελλάδα), όταν βλέπουμε ένα τέτοιο ζευγάρι, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε είναι στάνταρ αυτό.

- Ρε ψηλέ, τσίμπα με να δω αν είμαι ξύπνιος!!! Τι δουλειά έχει αυτή η μουνάρα με τον αράπακλα;;;
- Πού ζεις αγόριιιι μουυυυ;;; Δεν τον βλέπεις τον τύπο; 'ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ: Μεγάλη και σίγουρη'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος όταν:

  1. τον χώνουν οι υπόλοιποι για να βγάλει το φίδι από την τρύπα
  2. ακούσει κάτι συνταρακτικό που τον επηρεάζει άμεσα (κυρίως για δουλειά)
  3. το παθαίνει στην κυριολεξία

Η φράση είναι υπερθετικού βαθμού σε σχέση με τα συνώνυμά της και δείχνει κάτι το αναπόφευκτο. Προέρχεται από κλασικές σκηνές πορνό, όπου το άτυχο θύμα είναι αυτό που θα τον πάρουν τα σκάγια από τους πρωταγωνιστές (συνήθως στα αυτιά - όπου θα του τον ακουμπήσουν κιόλας) ή θα του τον χώσουν από πίσω την ώρα που κάνει αυτός σεξ ανυποψίαστα (φερμάρω) στο πλάνο.

Γενικά δείχνει μπαμπέσικο χώσιμο από τρίτους συνήθως στον πιο αγαθό. (μπαμπέσας)

Συνώνυμα: χοσέ κουέρβο, χοσέ αρμάντο.

1.- Πώς πάει φιλαράκι η δουλειά;
- Άσε ρε φίλε, έφαγα ψωλιά! Μου έκαναν προαγωγή, αλλά χωρίς αύξηση... Θα είμαι με μια βαλίτσα στο χέρι και Σ/Κ γραφείο...! Γαμήθηκε το σύμπαν!!!

2.- Καραμήτρος!! Σήμερα το μενού έχει τουαλέτες, μαγειρεία, θαλαμοφύλακας και το βράδυ γερμανικό!
- Ρε τον κακομοίρη τι τού 'μελλε να πάθει... Τρελή ψωλιά έφαγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που αναφέρεται στην τεχνητή επιμήκυνση του πέους έπειτα από ασύστολο κι επαναλαμβανόμενο αυνανισμό εξαιτίας κάποιας υπερσεξουαλικής γυναίκας, η οποία πλέον παίζει το ρόλο της μόνιμης σεξουαλικής φαντασίωσης.

Αναφέρεται πάντα σε σχέση με γυναίκες οι οποίες ποτέ δεν πρόκειται να κατακτηθούν από το ανυποψίαστο θύμα, το οποίο τις αναφέρει πάντοτε υπό τη μορφή απωθημένου.

Αξιοσημείωτη είναι δε και η χρήση του όρου από επίδοξα (πλην αποτυχημένα) καμάκια κατά τη διαδικασία του ψησίματος.

  1. - Πώπω μαλάααακα, το είδες το μωρό που πέρασε; - Αν το είδα λέει;; Τον έχω κάνει λάστιχο! - Άαα, κι έλεγα τι μου σκουντάει το πόδι...!

  2. - Τι θα γίνει ρε Κοκό; Θα σου κάτσει το Τζενάκι; - Τι να σου πω ρε κολλητέ; Την έχω κάνει λάστιχο τόσον καιρό, αλλά νερό ούτε σταγόνα!

  3. (Καμάκι)
    - (Ψιθυριστά στο αυτί): Μωρόοο μουυυ... Τον έχω κάνει λάστιχο για πάρτη σου!
    - Ρίξε κάνα πότισμα τότε να κουλάρεις...! (+ χαστούκι)

(από Cunning Linguist, 23/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που διαθέτει κωλοφτιαγμένο αυτοκίνητο και κάνει μαλακίες στους δρόμους, προκαλώντας χάος. Συνήθως στο παρμπρίζ έχει αυτοκόλλητο με τη φίρμα του ομώνυμου συνεργείου-βελτιωσάδικου. Επίσης, όταν βρίσκεται σε πλατείες-πασαρέλες, ανοίγει παράθυρα και παίζει τέρμα σκυλάδικα ή beatάκια που καλύπτουν τη μουσική των καταστημάτων.

- Τόλη, κόψε αμάξι το άτομο...! Χάρος με ρόδες!
- Ναί ρε Μπάμπη. Μπουλέκος ο τυπάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας ο χτυπημένος από τη ζωή και τις κακουχίες της που παίζει μπουζούκι για να παρηγορηθεί.

Ο όρος έχει βγεί από τον μεγάλο ηθοποιό του έθνους Νίκο Ξανθόπουλο, από την ομώνυμη ταινία Γιακουμής - μια Ρωμαίικη καρδιά.

Συνήθως χρησιμοποιείται για αυτούς οι οποίοι κλαίγονται συνεχώς για την πάρτη τους, με απώτερο σκοπό να τους λυπηθείς και να τους καβατζώσεις (κυρίως οικονομικά). Συνηθίζεται η έναρξη της κλάψας να γίνεται με την λέξη: «Μάνααα...», αφού συνήθως κλαίγονται στη μάνα τους για λύπηση και χαρτζιλίκι.

Υπάρχει φυσικά και η δεύτερη και σημαντικότερη χρήση, η οποία αναφέρεται σε υπερβολικά πλούσια ή νεόπλουτα άτομα, με απαραίτητη προϋπόθεση την κατοχή σκάφους ως μουνοπαγίδα. Συνήθως κυκλοφορούν με πουλοβεράκι στους ώμους και σορτσάκι Nautica και κόβουν βόλτες στις μαρίνες σε ακτίνα κοντινή στο σκάφος. Μιλάνε στο κινητό μεγαλόφωνα και κανονίζουνε το επόμενο μπακουροπάρτυ στο σκάφος. (Ο Γιακουμής της ταινίας κοιμότανε σε βάρκα και όλο το story έπαιζε γύρω από αυτό).

Η χρήση αυτή του όρου γίνεται με εντελώς αντίστροφη λογική από αυτήν του αγαπητού παιδιού του λαού! Σε αντίθεση με τον Ξανθόπουλο - που ήταν χαμάλης στο καρνάγιο - τα άτομα αυτά συνήθως δεν δουλεύουν.

  1. Τάσος: - Ρε συ Πάμπο, πού να σου λέω τι έπαθα... Πάνω που ερχόμουνα με πιάνει λάστιχο, παίρνω λεωφορείο και μου κλέβουνε το πορτοφόλι, με πιάνει εισπράκτορας και τρώω πρόστιμο, το κινητό δεν έχει μονάδες και δεν έχω και τηλεκάρτα! Έχεις κάνα ψιλό για δανεικά; και θα στα φέρω αύριο...
    Πάμπος: - Πού 'σαι Γιακουμή; Το μπουζουκάκι σου και σ' άλλη παραλία...

  2. - Μαλάκα, τι σκάφος είναι αυτό που έχει το πουρέιντζερ;;;;
    - Ναι, ναι... Γιακουμής ο δικός σου...!

(από GATZMAN, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified