Ένας περιφραστικός τρόπος να πεις κάποιον χαζοχαρούμενο. Χρησιμοποιείται με διάθεση συνήθως περιπαικτική και όχι προσβλητική για να χαρακτηρίσει ανθρώπους εύθυμους και γελαστούς περισσότερο από το συνηθισμένο.

Μην της δίνετε σημασία παιδιά, έτσι γελάει όλη την ώρα... Χαζό παιδί χαρά γεμάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

άλλη κλασικούρα εϊτίλα, μπράβο.

#2
deinosavros

Επαιζε, σχετικά περιορισμένα, και ως χαπαχαγέ.