Τρελαίνομαι, δεν βλέπω μπροστά μου από τα απίθανα που ακούω
Επίθ.: σαλταρισμένος.

Άσε, σαλτάρισε ο τύπος με τις εξηγήσεις που του έδωσε η γκόμενα.

(από GATZMAN, 21/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
patsis

Κλασικό! Παρ' όλο που είναι λεξικογραφημένο (βλ. π.χ. εδώ), παραμένει αδόκιμο και λέγεται πολύ. Από που το ρίχνει το σάλτο ο σαλταρισμένος δεν είναι σαφές αλλά πιθανότατα βουτάει προς την τρέλα.

#2
patsis

Βλ. και σάλτα.