Κυριολεκτικά σημαίνει ότι θέλω απεγνωσμένα να πάω στην τουαλέτα και να κάνω το χοντρό μου. Μεταφορικά σημαίνει ότι έχω ανησυχία, ανυπομονησία, βιασύνη, αγωνία για κάτι.

Συνώνυμα: κωλοπιλάλα, κωλοσφιξούρα.

  1. - Ωχ μαλάκα μ' έχει πιάσει κόψιμο και δεν κρατιέμαι! Σταμάτα όπου βρεις να πάω στα χωράφια και να ρίξω ένα ποιμενικό!

  2. - Με ρώταγε ο Τάσος πότε θα συναντηθούμε, να του δείξεις και πώς δουλεύει το Cubase...
    - Μπα, τι λες, τόσα χρόνια μας γράφει και τώρα που έχει ανάγκη τον έπιασε κόψιμο να μας δει;

Ενώ άλλοτε εκτρέπεται σε πιο χεβιμέταλ καταστάσεις. (από Khan, 29/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Το κόψιμο, κυριολεκτικά, είναι ο πονόκοιλος λόγω επαπειλούσης διαρροίας.

#2
poniroskylo

Το ποιμενικό ακούγεται ωραίο. Μήπως πρέπει να το ανεβάσετε;

#3
Cunning Linguist

Έμπνευση της στιγμής ήταν το ποιμενικό! :)
Πώς λέμε "Ποιμενική" την Έκτη Συμφωνία του Μπετόβεν; Κάπως έτσι! :ΡΡ

#4
jesus

θέλω να σε δω να αφιερώνεις κ το ηρωϊκό στον Ναπολέοντα:Ρ

#5
anchelito

οι πιο προχωρημένοι το επενδύουν μουσικά με το run to the hills των Iron Maiden και κατ επέκταση χρησιμοποιούν τον τίτλο του τραγουδιού ευφημιστικά.

ο όρος χρησιμοποιήται στον στρατό σε περίοδο ασκήσεων ή σε μεγάλα εργοτάξια.