Απαραίτητο συστατικό διαφόρων παρασκευασμάτων, κυρίως φαγώσιμων ή πόσιμων. Προκύπτει από το χύσαμε όλοι.
Μόλις μου είπαν ότι είχαν ρίξει μέσα στο γάλα χυσαμόλη, το ξέρασα κατ' ευθείαν! Μετά τους άρχισα στις μπουνιές να μάθουν να κάνουν τέτοιες πλακίτσες.
2 comments
jesus
μάλλον προέρχεται από τη σχετική κατάληξη των χημικών ουσιών, π.χ. παρακεταμόλη.
iron
το ήξερα ουδέτερο, το χυσαμόλι.