Απαραίτητο συστατικό διαφόρων παρασκευασμάτων, κυρίως φαγώσιμων ή πόσιμων. Προκύπτει από το χύσαμε όλοι.

Μόλις μου είπαν ότι είχαν ρίξει μέσα στο γάλα χυσαμόλη, το ξέρασα κατ' ευθείαν! Μετά τους άρχισα στις μπουνιές να μάθουν να κάνουν τέτοιες πλακίτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
jesus

μάλλον προέρχεται από τη σχετική κατάληξη των χημικών ουσιών, π.χ. παρακεταμόλη.

#2
iron

το ήξερα ουδέτερο, το χυσαμόλι.