Συνήθως μια χοντρή γυναίκα, με μεγάλο κώλο τον οποίο κουνάει πάρα πολύ περπατώντας. Προέρχεται ίσως από το θέμα και χαρακτήρα του ρήματος κουνιόταν. Δηλαδή: κουνιέται, κουνιόταν - - Κουνιότα
Κοίτα μαλάκα την κουνιότα πώς τον πάει πέρα δώθε !!
Συνήθως μια χοντρή γυναίκα, με μεγάλο κώλο τον οποίο κουνάει πάρα πολύ περπατώντας. Προέρχεται ίσως από το θέμα και χαρακτήρα του ρήματος κουνιόταν. Δηλαδή: κουνιέται, κουνιόταν - - Κουνιότα
Κοίτα μαλάκα την κουνιότα πώς τον πάει πέρα δώθε !!
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1 comment
Galadriel
Και μετά μου λέει εμένα η άλλη «πω πω περνάνε τα χρόνια σνιφ» - εδώ δεν έχει πρόβλημα αυτό το κοριτσάκι που με βάσει τα ανωτέρω έπρεπε να πηδήξει στο ξεροπήγαδο. (ανάφ στα μήδια).