Μαλάκας, σπασαρχίδης, πουτσοκαλλιγέρης.
Πέος με εξόγκωμα.

- Μού 'χει σπάσει τ' αρχίδια, το πουτσοκαρούμπαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified