Μέλος της ομολογουμένως ολιγομελούς οικογενείας εκφράσεων του γενικού τύπου δεν έβαλε [μέρος σώματος] [θέση], η οποία αριθμεί 2 μέλη με το δεν έβαλε γλώσσα μέσα να αποτελεί το δεύτερο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δείξει ότι το υποκείμενο είναι υπερκινητικό και δε λέει να κάτσει στ' αυγά του αλλά πηγαίνει από 'δω κι από 'κει ζαλίζοντας γενικώς τ' αρχίδια των παρευρισκομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης αναφέρεται στο χορό. (βλ. παράδειγμα)

- Πώς περάσατε στη δεξίωση του γάμου χθες;
- Πώς να περάσουμε Χαραλάμπη μου; Η κυρά δεν έβαλε κώλο κάτω. Τι νησιώτικα χόρεψε, τι καλαματιανά, μέχρι και ζεϊμπέκικο είπε να χορέψει και το χειρότερο είναι ότι όλο ερχόταν και με τραβολογούσε να σηκωθώ κι εγώ. Εγώ είχα έναν κάλο που μ΄είχε πεθάνει, πού να σηκωθώ; Άστα, μέχρι τις 3 τραβιόμασταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
klanidi

Το αντίθετο από το παλουκώνομαι. Οι ορισμοί σου είναι και γαμώ.

#2
vikar

Η οικογένεια (βάζω) [μέρος του σώματος] [θέση] πάντως έχει και άλλα μέλη, αρκεί να ερμηνεύσεις την [θέση] γενικότερα: (βάζω) το χέρι στην τσέπη (=συνεισφέρω οικονομικά), (βάζουμε) τα μυαλά στα μίξερ (=τρελαινόμαστε, η γνωστή γηπεδική ιαχή) και ίσως και άλλα που δέ μού 'ρχονται.

#3
iron

λέμε και «δεν κάθομαι κώλο κάτω».
σημαίνει και δεν καταβάλλω προσπάθεια για κάτι (μελέτη, εργασία, κλπ) με την έννοια του «στρώνομαι», «στρώνω κώλο». επίσης βλ. κωλοκάθομαι.