Άσχημη κατάσταση! Κάνω μανούρα, κάνω φασαρία, ζητάω τον λόγο, χειρονομώ και φωνάζω, μπλέκομαι σε καυγά.....

  1. - Ρε συ γυναίκα, αμάν μ' αυτή τη μανούρα σου κάθε βράδυ... Πού ήσουνα και πού ήσουνα! Στο καφενείο με τα παιδιά ήμουνα...

  2. - Καλά ρε αφεντικό, με μανουριάζεις επειδή άργησα δέκα λεπτά την παραγγελία;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Πιθανόν από το manure ή κάποιο άλλο ευρωπαϊκό ομόρριζο, δες εδώ ετυμολογία και σημασιολογικη εξέλιξη, δηλ. κυριολεκτικά σκατοκατάσταση, σκατάσταση

#2
patsis

Απίθανο, αλλά το καταγράφω. Το λεξικό στο οποίο παραπέμπεις αναφέρει:

from O.Fr. manouvrer «to work with the hands,» from M.L. manuoperare, from L. manu operari, from manu, ablative of manus «hand»

Αξιοσημείωτο είναι ότι στα νεοελληνικά, σε μία τουλάχιστον σημασία, η φράση «Καλά ρε αφεντικό, με μανουριάζεις επειδή άργησα δέκα λεπτά την παραγγελία;...» είναι απόλυτα ισοδύναμη με την «Καλά ρε αφεντικό, μου βάζεις χέρι επειδή άργησα δέκα λεπτά την παραγγελία;...». Καλό ε;

#3
Vrastaman

Καλό, πάτσμαν.

#4
jesus

μόλις έμαθα τη λέξη manure, κ μου γεννήθηκε η αυτή απορία. ο τριαντά, πάντως, το ορίζει μόνο μ' αυτήν την έννοια κ το αφήνει αβέβαιου ετύμου.

#5
donmhtsos

Γιὰ πολλοστὴ φορὰ μαθαίνω κάτι καινούργιο ἀπὸ κάτι ποὺ νόμιζα πὼς ἤξερα. Γνώριζα τη λέξη manure (κοπριὰ) στὰ ἐγγλέζικα, ἀλλὰ μόλις τώρα, ἀπὸ τὰ σχόλια ποὺ προηγήθηκαν, συνειδητοποίησα ὅτι ἡ κοπριὰ, ἡ μανούβρα καὶ ἡ μανοὺρα ἔχουν τὴν ἴδια ρίζα: τὸ ἐργόχειρο (λατ. manus+opera).

Ἐπ' ευκαιρίᾳ θυμήθηκα καὶ τὴν ἔκφραση τοῦ Τσιφόρου μανουβρὰζ, ποὺ σημαίνει αὐτὸ ποὺ λέμε στὰ ἑλληνικὰ management. Ἄν θυμᾶμαι καλὰ ὑπάρχει στὰ "Παιδιὰ τῆς Πιάτσας" σχετικὸ διήγημα.

#6
jesus

μάλιστα. παραμένει πάντως το ερώτημα από πού ακριβώς προέρχεται η λέξη, ίζολ κι ας έχουν την ίδια ρίζα manoeuvre και manure, πήραμε το 1ο κ το παραφθείραμε ή το 2ο κ του αλλάξαμε τη σημασία;

(αυτά δεχόμενοι ότι η ρίζα όντως είναι αυτή, κάτι που μου φαίνεται λογικό).

#7
donmhtsos

Ξεχάσαμε τὸ μανοῦρι : μανὸς τυρὸς. Ἐξ αὐτοῦ ὁρμώμενος βρῆκα ἐδῶ :

μανός < αρχαία ελληνική μανός :

1.οκνηρός, χαλαρός, μαλθακός, χαύνος

2.αραιός

3.(κυπριακή διάλεκτος) ο φελλός από την δρυ

Τὶ λένε οἱ εἰδικοὶ γι' αὐτὰ;

#8
donmhtsos

Ἔδωσα λάθος παραπομπὴ γιὰ τὸ μανὸς. Ἡ σωστὴ εἶναι αὐτὴ.