Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια.
Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια.
Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.
Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.
Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσα. Ένα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικο. Η ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντων.
Ωραίος άνθρωπος ο πεθερός σου, κιμπάρης... Λίγα λέει, πολλά καταλαβαίνει... Και παλτουδιά κασμίρι... Κι αυτή η αλυσιδίτσα που έφερε για το μωρό 22 καράτια είναι, ξέρω εγώ από τέτοια...
Τι να σου πω, αγόρι μου... Δικό σου είναι το σπίτι είναι και δικιά σου και η τσέπη... Αλλά αυτό είναι άλλο πράμα, κιμπάρικο... Κάνει κάτι παραπάνω αλλά τ' αξίζει.
4 comments
anchelito
εκ του τουρκικού κιμπάρ= αξιοπρεπής, ευγενής.
στα ελληνικά αποδίδεται ως γαλαντόμος (λέξη ενετική)
Μιτζνούρ
Πονηρόσκυλο... εργασία βλέπω! Σερφάρω το site, σας ανεβάζω και βλέπω τι έχετε ανεβάσει. Εύγε, ρε!
patsis
Αυτό είναι το λήμμα που αναζήτησα τότε, αρχές 2009, και βρέθηκα στο slang.gr.
Με τα δικά σου λόγια poniroskylo, come back, all is forgiven
iaravit
Η λέξη είναι δάνειο στα ελληνικά από την τουρκική, αλλά προέρχεται από τα αραβικά και σημαίνει "μεγάλος" - μεταφορικά ο "large" τύπος, ο γενναιόδωρος κ έξω καρδιά - με τον σχετικά συνήθη ιδιωματισμό να υιοθετείται στα ελληνικά ο τύπος του πληθυντικού για το νόημα του ενικού, πχ: - Καμπίρ (μεγάλος) > Κιμπάρ (μεγάλοι) - Μαγαζί (μάχζαν) > Μαχάζιν (μαγαζιά) - Σάχρα (έρημος) > Σαχαρα (έρημοι)