σπάτουλας, σπατουλάρισμα

Σπάτουλας = κόλακας, γλύφτης, γλυφτρόνι. Σπατουλάρισμα = ένα καλό χέρι γλύψιμο για να νιώσεις τοπ.

Πρώτη μέρα στη δουλειά ό άτιμος και άρχισε το σπατουλάρισμα στο αφεντικό. Έτσι νομίζει ότι θα πάει μπροστά ο βρωμύλος ο σπάτουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified