Ελεεινός, λερέτης. Παραλλαγές: ο λέχρας, η λέχρα.
Πλύσου ρε παλιολέχρα, βρωμάς!
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
Published 2006-08-24 18:47:08+00:00 Last modified 2015-05-02 20:12:39+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments