Ελεεινός, λερέτης. Παραλλαγές: ο λέχρας, η λέχρα.
Πλύσου ρε παλιολέχρα, βρωμάς!
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
0 comments