Τα νερά, οι μανούβρες. Κάθε τι που κάνουν οι άλλοι για να μας σπάσουν τα νεύρα.

- Μύρο, τι έγινε με το γκομενάκι το χτεσινό, το γάμησες;
- Άσε ρε μαλ, δεν έγινε τιποτα. Ήθελε καφέ, φαΐ, σινεμά και βόλτα στη φεγγαράδα, αλλά μόλις της είπα να πέσει και να παίρνει (πίπες), μου άρχισε τις τζιριτζάντζολες το καριολάκι...

«Γεια στα χέρια σου βρε Θέε μου, που \'πλασες τέτοιες ψυχές, που γουστάρουν την αγάπη, δίχως τζιριτζάντζουλες» Σιδηρόπουλος, Φυλής και Σπάρτης (από vikar, 31/07/13)

Απαντάται (συνηθέστερα) και ως τζιριτζάντζουλες. Δες και κόνξες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified