Κάνω τσιριτσάντζουλες η τσιριτσάντζολες: δεν είμαι ευθύς, δεν λέω όλη την αλήθεια ή κρύβω την αλήθεια ή μέρος αυτής.
Συνώνυμα: κάνω κόλπα, κάνω λοβιτούρες, κάνω κορδελάκια.
Ρε, άσε τις τσιριτσάντζουλες και λέγε πού το έκρυψες το ρευστό.
Κάνω τσιριτσάντζουλες η τσιριτσάντζολες: δεν είμαι ευθύς, δεν λέω όλη την αλήθεια ή κρύβω την αλήθεια ή μέρος αυτής.
Συνώνυμα: κάνω κόλπα, κάνω λοβιτούρες, κάνω κορδελάκια.
Ρε, άσε τις τσιριτσάντζουλες και λέγε πού το έκρυψες το ρευστό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα νερά, οι μανούβρες. Κάθε τι που κάνουν οι άλλοι για να μας σπάσουν τα νεύρα.
- Μύρο, τι έγινε με το γκομενάκι το χτεσινό, το γάμησες;
- Άσε ρε μαλ, δεν έγινε τιποτα. Ήθελε καφέ, φαΐ, σινεμά και βόλτα στη φεγγαράδα, αλλά μόλις της είπα να πέσει και να παίρνει (πίπες), μου άρχισε τις τζιριτζάντζολες το καριολάκι...
Απαντάται (συνηθέστερα) και ως τζιριτζάντζουλες. Δες και κόνξες
Got a better definition? Add it!