Κατούρημα με έμφαση στο κανάλι εξαγωγής των υγρών. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την παρατεταμένη προφορά του -ε- της λέξης πεο κατά την προφορική εκφορά της.

Στον ορισμό αυτό δίδεται ασαφής πληροφόρηση για τον ποσοτικό προσδιορισμό της υγρής κατάστασης αφού δεν παρέχεται η διάσταση του μήκους του πέους.

Πάω να ρίξω ενα πέ..ε..ο κάτουρο και φύγαμε.

Βλ. και πουτσοκάτουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
donmhtsos

Οι παλαιότεροι λέγανε:«Πάω να ρίξω μια μπότσα κάτουρο», όπου «μπότσα» σημαίνει παγούρι, φλασκί, δοχείο μεταφοράς υγρών. Προφανώς κάποιος μπέρδεψε τη ...μπότσα με τη(ν) πούτσα [όπου το «ν» προ του «π» ακούγεται «μπ»] και τοιουτοτρόπως προέκυψεν η νέα έκφρασις.

#2
vikar

Βγάζει νόημα αυτό που λές, αλλα μήπως έχεις και κάνα (παλιό) κείμενο υπόψη με την έκφραση όπως τη λές; Δέν τό 'χω ξανακούσει αυτό.

#3
donmhtsos

Δεν έχω κάποιο σχετικό κείμενο, αλλά την έχω ακούσει πολλές φορές από ανθρώπους της ηλικίας των -ήντα. Για να είμαι ειλικρινής τη «μπότσα» δεν την ήξερα, την έψαξα στο δίκτυο.

#4
vikar

Ωραίος, κρατούμενο.

[«ήντα» όταν λέμε;.. τριήντα;... σαρήντα;...]

#5
donmhtsos

[... και βήλε...]