Η αγνόηση κάποιας συνηθισμένης κατάστασης. Λέξη που προέρχεται από τον γνωστό όρο του πόκερ.

- Τί έγινε ρε φίλε; Κάθε χρόνο στα γενέθλιά σου έκανες πάρτυ. Φέτος τίποτα; Στο ντούκου θα τη βγάλεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
electron

Να πούμε ότι είναι ηχομιμιτικό. Ντουκ, είναι ο ήχος όταν χτυπάς την πόρτα για παράδειγμα. Στην πόκα λέει ο πρώτος που μιλάει ντουκου, και μετά όποιος ακολουθεί, αν δε θέλει να ποντάρει λέει πάλι ντούκου. Το ντούκου στην πόκα εκφράζεται και με χτύπο των δαχτύλων στο τραπέζι, από εκεί μάλλον σλανγκοποιήθηκε.