Καραγκούνης, ο (φιλική ορολογία)

Το παιδί το οποίο όταν μαζεμένοι φίλοι μεταξύ τους παίζουν για χόμπυ ποδόσφαιρο και ο ίδιος προσπαθεί μετά μανίας παίζοντας «θέατρο» να κερδίσει τα γνωστά φάουλ, με άτιμο τρόπο.

  1. Πω! τον καραγκούνη πάλι έπεσε...

  2. Σήκω πάνω ρε καραγκούνη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified