Η γυναίκα που περπατάει λίγο σαν άντρας - δηλαδή, με τις μύτες των ποδιών να ανοίγουν προς τα έξω και με τα χέρια λίγο σαν να είναι έτοιμη να δείρει κάποιον (συνήθως στις τσέπες του μπουφάν).

Πώς πας έτσι ρε καραγκούνη, περπάτα λίγο πιο θηλυκά, κοπέλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καραγκούνης, ο (φιλική ορολογία)

Το παιδί το οποίο όταν μαζεμένοι φίλοι μεταξύ τους παίζουν για χόμπυ ποδόσφαιρο και ο ίδιος προσπαθεί μετά μανίας παίζοντας «θέατρο» να κερδίσει τα γνωστά φάουλ, με άτιμο τρόπο.

  1. Πω! τον καραγκούνη πάλι έπεσε...

  2. Σήκω πάνω ρε καραγκούνη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση-φόρος τιμής στον γνωστό ποδοσφαιριστή. Χαρακτηρίζει τις κοπέλες οι οποίες είναι εμφανίσιμες αλλά συνήθως είναι βαμμένες σαν κλόουν και ντυμένες λες και πάνε στην «κλινική live». Τα άτομα αυτά προσπαθούν να τραβήξουν τα ανδρικά βλέμματα περπατώντας συνεχώς πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, οριζιντίως-καθέτως, κάνοντας δηλαδή πολλά χιλιόμετρα. Ο δικός τους αγωνιστικός χώρος είναι πανεπιστημιακοί χώροι και κυρίως τα αναγνωστήρια όπου επικρατεί μια σχετική ησυχία και ο χτύπος των τακουνιών τους ταράζει τα λιμνάζοντα νερά.

-Πωωωω ρε Μπάμπη τι μωρό είναι αυτό;
(2 λεπτά μετά)
-Ρε Μπάμπη η κουκλάρα ξαναπέρασε. κοίτα!
(2 λεπτά μετά)
-Μπάμπη Μπάμπη, πάλι πάλι!
(2 λεπτά μετά)
(Μπάμπης): Ξέρω ρε μαλάκα, τον είδα τον Καραγκούνη, με τόσα χιλιόμετρα που 'χει κάνει, σκάσε και διάβαζε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified