Ως επί το πλείστον, χαρακτηρισμός για μικρό κορίτσι με γεμάτα χείλια, ειδικά σε στιγμές που τα σουφρώνει και παίρνει ένα βλέμμα όλο παράπονο. Η λέξη έχει μια τρυφερότητα κι ακόμα περισσότερα στα χαϊδευτικά της τζαχείλικο και τζαχειλούδικο.

Τζαχειλού και τζαχείλα μπορούμε να πούμε και μια γυναίκα με σαρκώδη χείλη, αλλά είναι πιο σπάνιο. Είναι περιγραφικός χαρακτηρισμός, όχι ιδιαίτερα κολακευτικός και δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα.

Ακόμα σπανιότερα είναι το τζαχείλας, που είναι για άνδρες. Κλασική φάτσα τζαχείλα είναι ο Μικ Τζάγκερ - ο Τζάγκερ ο τζαχείλας κάνει και ωραία παρήχηση.

Η λέξη κοντεύει να εξαφανιστεί. Επιβιώνει, όμως, σε επώνυμα.

- Αχ μωρέ, ποιος μου το στενοχώρεσε το κοριτσάκι μου το τζαχειλούδικο εμένα κι είναι έτοιμο να κλάψει ... έλα, καλό μου, στη θεία να σε δώσω ένα υποβρύχιο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
acg

Επισης και μουτζαχειλού.

#2
jesus

αλλά ποτέ μουτζαχεντίν

#3
Επισκέπτης

Ή τζαχειλάς (οξύτονο). Σε τραγούδι: Άντρας ο καλύτερος, τζαχειλάς και μύταρος.

#4
aias.ath

Δὲν γνώριζα τὴ λέξι· μπορῶ νὰ πιθανολογήσω ὅμως ὅτι τὸ τζα δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ τὸ ἐπιτατικὸν πρόθεμα ζα τῆς ἑλληνικῆς. Π. χ. ζάπλουτος, ζάλευκος (γνωστὸ καὶ ὡς ὄνομα).