Τζιτζιλόνι, πολύ καλό, ανακαινισμένο, καθαρισμένο, γενικά σε καλύτερη κατάσταση από πριν.
Στην αρχή αναφερόταν μόνο για αυτοκίνητα αλλά αργότερα επεκτάθηκε η σημασία. Πάντως πρόκειται για λεξιπλασία που προέρχεται από τον Πινινφαρίνα.

  1. - Πού ήσουν ρε;
    - Πήγα έπλυνα το αμάξι, έγινε πετιφαρίνα/πετιφαρινάτο.

  2. Καλά, πήγα κομμωτήριο και τα μαλλιά μου έγιναν πετιφαρινάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Πολύ ενδιαφέρουσα λέξη. Χρησιμοποιείται μόνο για αυτοκίνητα ή και γενικότερα;

#2
jesus

καμιά σχέση με τον πινινφαρίνα που κάνει αυτοκίνητα να γλείφεις και τα δάχτυλά σου; ναι/όχι κ γιατί:).

#3
iron

Τοπικός ιδιωματισμός, από πού;

#4
patsis

1-0.