Επιβραδυντικά, δηλαδή ουσίες που σου κρατάνε το πουλί χαμηλά (βλέπε παπαροκτόνο).

Προέρχεται από το αντικούκου, όμως σε ένα περιβάλλον που οι άλλοι δε θέλεις να καταλάβουν το καμουφλάρεις και το λες αντικουκουρούκου.

- Ρε συ, έφαγα ρυζόγαλο και δε μου σηκώνεται.
- Αφού βρε άσχετε η κανέλα είναι αντικουκουρούκου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε σου μικραίνει το πουλί ή σ' το κρατάει χαμηλά, π.χ. κανέλα, κρύο κτλ.

- Πωπωπωπωπω, πολύ κρύο...
- Άσ' τα να παν, παπαροκτόνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος κάνει λάθη και δικαιολογείται με άσχετες ή πολύ ασήμαντες δικαιολογίες.

- Πώς έπαιξες έτσι χθες ρε; Σαν ξυλοπόδαρος ήσουν.
- Ρε, δεν με βόλευε η μπάλα.
- Της στραβιάς της πούτσας, οι τρίχες την φταίνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διανοητικά καθυστερημένος, ο πειραγμένος δηλαδή. Προέρχεται από την γλώσσα των αυτοκινήτων που μετά από μία άσχημη τράκα αρπάζει το σασί και δεν γίνεται να διορθωθεί 100%.

- Ρε, μου έβρισε τη μάνα χωρίς να του πω τίποτα!
- Μη δίνεις σημασία ρε, το παιδί είναι αρπαγμένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρτάλι, γενικώς, ο ανοργάνωτος είτε στη ζωή του είτε στον αθλητικό τομέα.

- Ούτε τι θα κάνει αύριο δεν ξέρει
- Μην ασχολείσαι ρε με τον σαλιαμπάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μικρή μύτη. Επίσης μπορούμε να το ακούσουμε και σαν «μισσιρή στο κάτω κεφάλι» που σημαίνει μικροτσούτσουνος.
Πάντως πρόκειται για μια λέξη που προέρχεται από την αργκό των περιστεράδων.

Βγήκε και ο άλλος ο μισσιρής στην τηλεόραση να μας πει για πλαστική στο πρόσωπο. Άντε ρε τον σαλιαμπάλια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι κάναμε κάτι ωραίο, πρωτότυπο, και οι άλλοι ζήλεψαν και μας αντέγραψαν κάνοντας το ίδιο.

- Ρε, και ο Κώστας με τον Θανάση κάνανε κοπάνα στη γυμναστική!
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.

(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άχρηστος αθλητής.

Ωχ, τον τραχανοπλαγιά, τον Νικοπολίδη θα έχει βασικό ο Ρεχάγκελ;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεταφορικά ανάπηρος. Συνήθως αυτή η λέξη χρησιμοποιείται στα γήπεδα.

Έλα σούταρε!... Ούτε τη μπάλα δεν πέτυχε ο στραβοχυμένος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κάτι πάει κατά διαόλου.

- Πώς έπαιξε χθες η Πανάθα;
- Χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Ο Λεοντίου ούτε την ακούμπησε την μπάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified