Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Τζιτζιλόνι, πολύ καλό, ανακαινισμένο, καθαρισμένο, γενικά σε καλύτερη κατάσταση από πριν.
Στην αρχή αναφερόταν μόνο για αυτοκίνητα αλλά αργότερα επεκτάθηκε η σημασία. Πάντως πρόκειται για λεξιπλασία που προέρχεται από τον Πινινφαρίνα.

  1. - Πού ήσουν ρε;
    - Πήγα έπλυνα το αμάξι, έγινε πετιφαρίνα/πετιφαρινάτο.

  2. Καλά, πήγα κομμωτήριο και τα μαλλιά μου έγιναν πετιφαρινάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified