Συρφετός πραγμάτων. Πολλά και διάφορα αντικείμενα, σκόρπια εδώ κι εκεί, τα οποία ενοχλούν - δυσχεραίνουν την κίνηση και τις μετακινήσεις και γενικώς προκαλούν σύγχυση και τρικυμία εν κρανίω. Μπορεί να είναι μικρά ή μεγάλα. Η λέξη μπορεί να αναφέρεται σε είδη οικιακού εξοπλισμού ή, ακόμη καλύτερα, σε αποσκευές - βαλίτσες, βαλιτσάκια, τσάντες, τσαντούδια, κούτες, κουτάκια. Η χρήση της λέξης υπονοεί ότι τα περισσότερα από τα αντικείμενα τα οποία περιγράφει είναι άχρηστα. Απαντάται και ως περιληπτικό ουσιαστικό στον ενικό: το καλαμπαλίκι.

Με αυτή την σημασία, σχετικά λήμματα είναι τα: τσιμπράγκαλα, συμπράγκαλα, τσαμπασίρια, μπόρδοκλας, μπούμπιστρο

Καλαμπαλίκια, όπως λέει ο koumanos, εννοούνται ενίοτε και τ' αρχίδια - ή, ακριβέστερα, το όλο σύστημα εξαρτημάτων, της τσουτσούς συμπεριλαμβανομένης. Σχετική λέξη εδώ είναι τα κρεμαντζόλια.

Η προέλευση της λέξης είναι από το τούρκικο kalabalik=πλήθος, οχλαγωγία αλλά και συνονθύλευμα αντικειμένων.

  1. - Βρε αγόρι μου, δεν μπορείς να κουνηθείς εδώ μέσα... Πού τα μάζεψες τόσο καλαμπαλίκια... Οι συγκάτοικοί σου τι λένε;

  2. - Καλά ρε Κατερίνα, για ένα Σαββατοκύριακο πάμε στο Λονδίνο ... δεν θα μεταναστεύσουμε... Τι το θες όλο αυτό το καλαμπαλίκι; Άσε που θα πληρώσουμε και υπέρβαρο στο αεροπλάνο...

  3. - Βυζιά πεπονάτα, κάλτσα διχτυωτή, τακούνι δέκα πόντοι, κάνω μια έτσι με το χέρι και πιάνω κάτι καλαμπαλίκια να, με το συμπάθιο... Τελικώς, τραβέλι ήτανε και αυτή...

(από Khan, 20/08/11)

Ασαφή σύνολα: αρχιδιές, καλαμπαλίκια, κούρκουτα (Κρήτη), μαλακίες, παπαριές, σέα και μέα, σιανάφαρα, συμπράγκαλα, τσαμπασίρια, τσάντζαλα μάντζαλα, τσουμπλέκια

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
jesus

γιατί τσιμπράγκαλα ρε παιδιά;;;;
εγώ χωρίς το ταυ τα ήξερα κ τα έγραφα κ συμπράγκαλα για να μένει μονίμως η απορία τι στομπούτσο είναι αυτά τα μπράγκαλα κ έχουν κ παραφερνάλια...

#2
poniroskylo

Τι να σου πω; Εγώ τσιμπράγκαλα το ήξερα και έτσι το είχα ανεβάσει. Βέβαια, τώρα γνωρίζω ότι ανήκω σε μια θλιβερή μειοψηφία. Το γκουγκλ προ διλέπτου έδινε 4,650 συμπράγκαλα + 50 σιμπράγκαλα και μόλις 616 τσιμπράγκαλα. Μήπως το τσιμπράγκαλα έρχεται λίγο πιο βόρειο, ή λίγο πιο σμυρνιό; Δεν ξέρω.

#3
jesus

#4
acg

Ως βορειος (οχι των ΒΠ, κανονικος) λεω οτι εκει πανω ειναι σιγουρα «τσιμπραγκαλα». Προφανως ο γουγλης ειναι νοτιος.

#5
iron

Και γω τσιμπράγκαλα τα ξέρω. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι αυτό μπορεί να προέρχεται από κάτι πιο λόγιο και λογικό όπως το συμπράγκαλα, μπράβο ρε Χεσού. Το τσιμπράγκαλα είναι όμως πιο υποτιμητικό, το λες με μια ελαφριά απέχθεια, δεν είναι; Ενώ το άλλο όχι τόσο;

#6
jesus

τι να σου πω, πιθανόν. προτιμώ το μυστικισμό από την απέχθεια πάντως;)

#7
vikar

Εγώ πάλι, επίσης βόρειος, το ξέρω συμπράγκαλα. Ο δέ Τριανταφυλλίδης (που δέν ξέρω αν ήταν ή όχι βόρειος), γράφει ονλάιν:

συμπράγκαλα τα [simbráŋgala] O41 : (οικ.) πολλές και συνήθ. μικρές αποσκευές, σε χρήση κυρίως για να δηλώσουμε τη δυσκολία ή την ενόχληση που δημιουργεί η μεταφορά τους ή η παρουσία τους: Πού να κουβαλήσω όλα αυτά τα ~; Mάζεψε τα συμπράγκαλά σου και φύγε. [ίσως συμ- (δες συν-) βεν. branc(a) `χεριά΄ -αλα, πληθ. του -αλο]

και δέν μας πείθει ιδιαίτερα. Να λέει άραγε τίποτα παραπάνω ο τέως πρύτανης;...

#8
vikar

Ο τέως πρύτανης λοιπόν, στη βήτα έκδοση, γράφει συμπράγκαλα και λέει οτι είναι άγνωστης ετυμολογίας (πράγμα περίεργο, αφου σε τέτοιες περιπτώσεις και καλά επιλέγει την απλούστερη ορθογραφία... τέ'ς πά').

#9
salina

Το καλαμπαλίκι το έχω ακούσει και σαν φασαρία, βαβούρα, μπλεξίματα αλλά και γλέντι
Το μόνο παράδειγμα που μου έρχεται στο μυαλό αυτή την στιγμή είναι από τον στοίχο του μικρός αρραβωνιάστηκα:
[I]στο γάμο μάγκα νάσουνα να δεις καλαμπαλίκι, σαν νάμουνα υπόδικος και περιμένω δίκη [/I]