Κάνω συμφωνία με κάποιον, συνήθως για να βλάψουμε, να κοροϊδέψουμε ή να νικήσουμε κάποιον τρίτο.

— Κανόνισα με τον Σπύρο να πάμε να κάνουμε τσαμπουκά στον Δημήτρη που μου έφαγε την τυρόπιτα. — Καλά είσαι τρελός; Αυτοί τα έχουν κάνει πλακάκια και θα σου φάνε και το κρουασάν!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
patsis

Κλασικότατο. Από πού προέρχεται άραγε;

#2
patsis

Από εδώ, προφανώς. 1-0.

#3
dryhammer

Αντιγραφή από http://www.asxetos.gr/pedia/paradosi/laiki-sofia/ta-kano-plakakia-20215.html
«Αβέβαιη η προέλευση της φράσης. Έχει υποστηριχθεί ότι προέρχεται από το ομώνυμο παιχνίδι της τράπουλας, στο οποίο δύο συμπαίκτες κανονίζουν έτσι τα «κοψίματα» των χαρτιών ώστε να χάνει πάντοτε ο τρίτος συμπαίκτης. »