Ο μπουρδελόβιος και κατά συνυποδήλωση οποιοσδήποτε ανάξιος και ευτελής. Προέρχεται από την τουρκική λέξη kerhaneci με παρόμοια έννοια.

- Είδες πόσα λεφτά έφαγαν εκείνοι οι τύποι στον δήμο; - Ντιπ κερχανατζήδες είναι αφού, να κάνουμε κάτι να φύγουν.

Δες και μπουρδελιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Δεν θέλω να επιμείνω αλλά kerhaneci στα τούρκικα είναι το αφεντικό στο μπουρδέλο, όχι ο οποιοσδήποτε θαμώνας, ο εν γένει μπουρδελόβιος.