Ο καρμιράκος, κακομοίρης, άτυχος, που ό,τι και να γίνει όλα θα του πάνε στραβά, που πρέπει να καταβάλλει τη μέγιστη προσπάθεια ακόμα και για τα πιο ασήμαντα και μικρά πράγματα.

- Πλημμύρισε το σπίτι του και δεν είχε τίποτα να βγάλει τα νερά παρά μόνο κουτάλια ο ταλαίπωρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
patsis

Χμμμ... Θα συμφωνήσω στην σλανγκική της αξία κατ’ αρχήν σε μία χρήση της που την έχω ακούσει αυτοπροσώπως: ανάμεσα σε χυδαίες βρισιές από τις οποίες αντλεί ακραίως υποτιμητικό χαρακτήρα αλλά και ξεχωρίζει ως δόκιμη.

Π.χ. (και με το συμπάθειο): Τι είπες ρε τσογλάνι; Έλα ’δω να μου το πεις αυτό! Αρχίδι, γαμημένε, πουστάρα, ταλαίπωρε, καραγκιόζη...

Είναι κάτι σαν την χυδαία/υβριστική χρήση της δοκιμότατης λέξης πέος: Θα φάμε ένα πέος στις εξετάσεις που θά ’ναι όλο δικό μας...

#2
xalikoutis

δεν ξέρω για το ταλαίπωρος, πάντως τριτοδεσμίτικη «σλανγκ» ήταν το «τάλας»... τι λε ρε τάλα!...

#3
patsis

Επ! Της θεωρητικής είμαι κι εγώ αλλά το τάλας δεν το ξέρω. Τι σημαίνει;

#4
xalikoutis

Ταλαίπωρος...

#5
jesus

πανελλαδικό κ πανελλήνιο κάψιμο το τάλας, απ' ό,τι φαίνεται.