Σακαφιόρα είναι το χαλασμένο σύκο. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σκάρτη γυναίκα.

Αει μωρή σακαφιόρα!

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Ninos

Η λέξη «σακαφιορα» ειναι συνθετικό από δύο γλώσσες, την Νορβηγική (saka=περίπτωση) και την Ιταλική (fiore=λουλούδι). Την χρησιμοποιούσαν οι έλληνες ναυτικοί από την εποχή τηε τουρκοκρατίας όταν έκαναν εμπόριο σιτηρών από την Μαύρη θάλασσα προς Μεσόγειο κυρίως. Οι Νορβηγοί, επίσης δραστήριοι ναυτικοί, κατέβαιναν στην Ιταλία, Βενετία, και αγόραζαν τα σιτηρά που έφερναν οι Έλληνες. Εκεί, στα χαμαιτυπία της εποχής, αντάλλασαν και αναμείγνυαν λέξεις, δεν υπήρχε όπως σήμερα η αγγλική σαν διεθνής γλώσσα συννενοησης, κυρίως ήταν τα ελληνικά αλλά μόνο για τους συναλλασόμενους της μεσογείου, και με την λέξη «σακαφιορα» χαραχτήριζαν τις μη επαγγελματίες πόρνες αλλά τις κατά περίπτωση (saka) εκδιδόμενες (λουλούδια=fiore). (Στη σύγχρονη εποχή οι έλληνες ναυτικοί ονομάζουν αυτές τις γυναίκες «σοκολατιέρες»).

#2
Khan

Το σοκολατιέρα πώς προκύπτει; (Δίνει ένα χτύπημα στον γούγλη με την σημασία αυτή).