Μαξιμαλιστική, αόριστη και συμπεριληπτική κατηγορία του όντος. Το 92,3% του πληθυσμού έχει και κάτι αγάμητο (προσοχή: τόσο όσον αφορά την ατομική του ανατομία, όσο και τον οικογενειακό περίγυρο [«έχω αγάμητο -η αδερφή/ό, παππού, θείο, θεία, μπατζανάκη κλπ), και αυτή του η ευρέως νοούμενη παρθενία υφίσταται πιέσεις όταν δεχθεί αυτή τη βρισιά.

Στερεοτυπικά: «θα σου γαμήσω ό, τι έχεις αγάμητο».

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified