Βάφομαι υπερβολικά, χρησιμοποιώντας κυρίως μεγάλη ποσότητα make-up και ρουζ. Συνώνυμο: γίνομαι κλόουν.

- Κανονίσαμε με την Ντέπυ να πάμε για τζόγκινγκ το πρωί. Κι αν έχεις τον θεό σου ρε Γωγώ... Πάστώθηκε μ' ένα κιλό make-up και ρουζ και στικ πρωί-πρωί και ήρθε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
xaxac

επίσης για την χρήση του make-up με ζήλο:
σοβαντίζομαι, σπατουλάρομαι και ρίχνω μυστρί
(το τελευταίο δεν κάνει μόνο τους άντρες)

#2
iron

βλ. και σοβάς