Βάφομαι υπερβολικά, χρησιμοποιώντας μεγάλη ποσότητα από κάθε είδους καλλυντικό. Προτιμάται από τον όρο ''παστώνομαι'' αν θέλουμε να τονίσουμε την υπερβολική χρήση κραγιόν.

- Έλεος! Στο σούπερ μάρκετ θα πάμε. Πρέπει να γίνεις κλόουν για να σκάσεις μύτη; Ρεζίλι θα γίνουμε...

Όχι πάντα κακό. (από Galadriel, 26/02/09)όχι πάντα ακινδυνο (από gaidouragathos, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάφομαι υπερβολικά, χρησιμοποιώντας κυρίως μεγάλη ποσότητα make-up και ρουζ. Συνώνυμο: γίνομαι κλόουν.

- Κανονίσαμε με την Ντέπυ να πάμε για τζόγκινγκ το πρωί. Κι αν έχεις τον θεό σου ρε Γωγώ... Πάστώθηκε μ' ένα κιλό make-up και ρουζ και στικ πρωί-πρωί και ήρθε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ταινιών τρόμου, συνήθως δευτεροκλασάτων, όπου κυριαρχεί το συνεχές πλατσούρισμα των σκηνικών και της κάμερας από λουτρά αίματος. Εκ του αγγλικού splatter.

Ποοοο, μαλάκα, νοικιάσαμε χτες μια σπλατεριά ... Άλλο να σου λέω και άλλο να βλέπεις. Ο τύπος να της τραβάει το λαρύγγι με τα δόντια και να 'χει γεμίσει ο τόπος κέτσαπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανατριχιάζω, αναριγώ, μου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο.

Έβλεπα χτες μια ταινία του Ρομέρο και τσουτσούριασα ολόκληρη! Αίμα και άντερο να δουν τα μάτια σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποσότητα ναρκωτικής ουσίας, το «πράγμα». Το φτιάξιμο. Χρησιμοποιείται κυρίως για το χασίς, συχνά δε και για σκόνες.

- Άσε, μού 'πεσε το σταφ στον δρόμο δεν έχουμε ούτε ένα τσιγάρο να πιούμε... Πίκρααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της παροιμιώδους έκφρασης «έβαλα τα χέρια μου και έβγαλα τα μάτια μου». Χρησιμοποιείται συνήθως σε αγροτικές περιοχές της κυρίως Ελλάδας.

- Τι έμαθα ρε Χρήστο; Η δικιά σου τραβήχτηκε με τον έτσι τον ψηλό;
- Άσε με ρε Μάκη! Και να σκεφτείς ότι εγώ τους γνώρισα και τον έφερνα και στο σπίτι για να αράζουμε όλοι μαζί!
- Εμ, ποιος σου φταίει; Ελόγου σου έδωσες στο τσοπάνο τη μαγκούρα! Σάμπως και δεν τον ξέρεις τι αρπαχτικό είναι ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούν οι φυλακόβιοι για κάποιον που γαμιέται.

- Τον είδα να χει πολλά πάρε δώσε στα ντους με τον Σέσουλα.
- Αφού, μάγκα μου, του το ζμπρώχνει το κουράδι του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψευταράς, ο παραμυθάς.

- Άκου τι μας έλεγε προχτές ο Νίκος... Είχε πάει κρουαζιέρα με το ιστιοπλοϊκό και έτσι όπως κολύμπαγε η έτσι του, την πλησίασε ένας καρχαρίας... Και τι έκανε για να την σώσει; Πέταξε ένα κομμάτι πίτσα στη θάλασσα, ψάρωσε ο καρχαρίας και την άφησε ήσυχη!
- Τι σκαρφίστηκε ρε πούστη μου πάλι ο μπαρμπα-truthman;!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξει την υπερβολή ενός ανθρώπου στις κινήσεις του. Γενικότερα υποδηλώνει και την μπουχεσιά.

- Πωωω ρε πούστη μου,τι είναι αυτός ο Μήτσος; Του πα να στρίψει ένα τσιγαράκι να πιούμε να χαλαρώσουμε και έφτιαξε τρίφυλλο... Θα μας φύγει το κεφάλι!
- Έλα μωρέ, δεν τον ξέρεις; Είπαμε του τρελού να χέσει κι αυτός απ' τη χαρά του ξεκωλιάστηκε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified