Η καλύβα ή πρόχειρο υπόστεγο, φτιαγμένο με κλαδιά, άχυρο ή καλάμια. Το πρόχειρο σπιτάκι ή κατάλυμα.

Η λέξη προέρχεται από τα τουρκικά [τουρκ. çardak -ι]. Συχνά χρησιμοποιείται ως υποκοριστικό, βλ. τσαρδάκι.

Ουδεμία σχέση με τον ουγγρικό χορό τσάρντας.

Καλώς ήρθες στο τσαρδί μου! Βλέπεις, δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο, απλό και φτωχικό. Το αγαπάω όμως και νιώθω ωραία, δε θα το άλλαζα ούτε με παλάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Κι όπως λέει και το άσμα:Τα σέα μας τα μέα μας και βούρ για το τσαρδί μας.

#2
iwn

çardak= κιόσκι