Ο άνθρωπος που επιδεικνύει έντονη αγάπη και φροντίδα με ό,τι καταπιάνεται, προκειμένου να πετύχει το καλύτερο αποτέλεσμα και να κρατήσει τους πάντες ευχαριστημένους. Ασχολείται δηλαδή με κάτι έχοντας άφθονο μεράκι. Χρησιμοποιείται συχνά για μάγειρες και μάστορες. Ως ρήμα (μερακλώνομαι) σημαίνει ότι επιδεικνύω έντονο κέφι και νταλκά, ειδικά σε γιορτές. Η προέλευση της λέξης από τα τουρκικά.

Πήγαμε στον Τούρκο χθες φίλε μετά το κλαμπ και φάγαμε σαν βασιλιάδες. Πολύ μερακλής ο τύπος μιλάμε, τέτοιο ψητό και τέτοια λαδερά δεν κάνει ούτε η μάνα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Μερακλαντάν!

#2
HODJAS

Η σημασία έχει αλλάξει στη νεοελληνική. Μεράκι στα νέα τούρκικα σημαίνει περιέργεια / ενδιαφέρον και μερακλής ο κουτσομπόλης-κουσκουσάρης. Ίσως να κατέληξε να σημαίνει αυτόν που απολαμβάνει την ζωή, αφού ψάχνεται συνεχώς ως φιλοπερίεργος-φιλομαθής.

Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες λέξεις, π.χ. ντε(ρ)(λ)μπεντέρης στα τούρκικα σημαίνει τον ερημοσπίτη, τον χαλασοχώρη, τον άστατο, τον ασυμμάζευτο, τον αχαΐρευτο κλπ και εν τέλει τον ρακένδυτο φουκαρά (<τουρκ. φακίρ = φτωχός / κουρελής). Στη νεοελληνική όμως, ένας τέτοιος «γυρίστρας» κατέληξε να σημαίνει τον κεφατζή, γλεντοκόπο και ωραίο τύπο.

Και με τους ιταλισμούς συμβαίνει κάτι παρόμοιο, αλλά δεν είναι της ώρας (είναι μαγειρευτό)...

#3
Επισκέπτης

Βλ. και περίεργος

#4
HODJAS

Άλλη σοβαρή τουρκο-ελληνική σημασιολογική φθορά, είναι ο πούστης και το μπεγλέρι.

Πούστ στα τούρκικα είναι η κουφάλα, ο μπάσταρδος, ο αναξιόπιστος, ο αλήτης κ.ο.κ. και δεν έχει καμία σχέση με σεξουαλικές προτιμήσεις (ιμπνέ = πούστης ως ομοφυλόφυλος στα τούρκικα και στα ελληνικά μπινές, βλ. και λογοπαίγνια ρουμπινές, καμπινές και λουμπινές κλπ).

Μερικοί, παρετυμολογούν τον μπινέ, προκρίνοντας δήθεν λατινική ρίζα (bi-) όπως λέμε σήμερα μπάι (σέξουαλ), νομίζοντας οτι πρόκειται για τον αμφί, ενώ στην ουσία πρόκειται για αντιμετάθεση (π.χ. Πνύκα-Πύκνα, όνειρο-είνορο κλπ).

Ομοίως, το μπεγλέρι είναι παραφθορά του μπεκλέρ < τούρκ. ρήματος beklemek = περιμένω.

Θυμίζεται το γνωστό μικρασιατικό τραγούδι «Μπεκλεντίμ ντα γκελμεντίν» ( = σε περίμενα μα δεν ήρθες), που τραγουδούσε κακήν-κακώς ο Ξανθόπουλος.

Το παίξιμο του μπεγλεριού, στην ανατολίτικη κουλτούρα, συνδυάζεται με μιαν αόριστη αναμονή καλύτερων οιωνών.

Γι' αυτό έλεγε ο φιλόσοφος: «Καθόλου δεν τεμπελιάζω. Απλά περιμένω»...

#5
patsis

Δες και αυτό...

#6
vikar

Το φιλοσοφικό του Χότζα το είπε και έλληνας πριν λίγα χρόνια σε γερμανικό έδαφος, όταν του την έλεγαν για την και καλά αργία των ελλήνων: «wir warten nur»...

#7
xalikoutis

Ο γερο-Σφακιανός στο καφενείο, με την καρέκλα αντιγυριστά, τό' πε πολύ σωστά:
[I]- Κι ίντα κάνεις επά μοναχός σου μπάρμπα;
- Αέρα μαζώνω... [/I]

#8
Μιτζνούρ

Έπιπλέον, στην έννοια του μερακλή περιλαμβάνεται και το ότι αυτό που κάνει, π.χ. να γράφει στο slang.gr, δεν το κάνει μόνο με κέφικαι όσο το δυνατό άρτια αλλά στις ελεύθερες ώρες του χωρίς άλλη απολαυη από την ικανοποίηση της δράσης του.
Διακρίνουμε: α) μερακλής στο είδος του, π.χ. καλόςκαφετζής. β) μερακλής τη δουλειά του (βλ. ορισμό εδώ) γ) είναι μερακλής στο να φτιάχνει γλυπτά με βότσαλα (μανιώδης αλλά ερασιτέχνης)

#9
deinosavros

Χότζαμ μια διόρθωση για τον πούστη. Ο Nisanyan στο ετυμ. λεξικό του (βαριέμαι να λινκάρω) καταγράφει την περσικής αρχής λέξη με την έννοια πλάτη / πίσω το 1330 και με την έννοια παθητικός ομοφυλόφιλος από το 1533.
(πού πάω και τα βρίσκω ο πούστης).

#10
vikar

Απ' το 1533 δηλαδή έχει τη σημασία στα τούρκικα, έτσι;...

#11
deinosavros

Evet, Vikar-efendi.

#12
vikar

Και στα ελληνικά τότε, κάπου εκειγύρω πάλι, έτσι; Μά'ιστα.

#13
deinosavros

Και για να ακριβολογούμε (μαθηματικός πράμα εσύ, με νιώθεις), το 1533 έχουμε καταγραφή της λέξης με αυτήν την έννοια, άρα πάμε ακόμα πιό πίσω.