Ο εραστής που δεν του αρκεί το διεκπεραιωτικό σεξ, αλλά παίρνει και συμπληρώματα διαστροφής. Ο τύπος που την διαπραγματεύεται μαχητικά την διασπερμάτευση και τα έχει για ψωμοτύρι τα λήμματα του DT Jesus (λ.χ. Αβραάμ Λίνκολν).

  1. -Μεγάλος μερακλής ο Επαμεινώνδας! Χάρισε στην Λάουρα ένα πανάκριβο σετ γυαλιά Πούτσι και την ανάγκαζε να τα φοράει παρόλο που δεν έχει μυωπία η κοπέλα! Τελικά, αποδείχτηκε ότι είχε φετίχ να εκσπερματίζει πάνω τους.

  2. Ορισμένα λήμματα, όπως το φλοκοπόταμος, ο και το διασπερμάτευση, η προκαλούν τον αποτροπιασμό Σλανγκοφοριαζουσών, που ζητούν να περιληφθούν στα «Σιχαμερά» λήμματα, ενώ το σωστότερο κατά την γνώμη μας θα ήταν να δημιουργηθεί ειδική κατηγορία γι' αυτά: Τα «μερακλήδικα».

(από Khan, 25/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνθρωπος που επιδεικνύει έντονη αγάπη και φροντίδα με ό,τι καταπιάνεται, προκειμένου να πετύχει το καλύτερο αποτέλεσμα και να κρατήσει τους πάντες ευχαριστημένους. Ασχολείται δηλαδή με κάτι έχοντας άφθονο μεράκι. Χρησιμοποιείται συχνά για μάγειρες και μάστορες. Ως ρήμα (μερακλώνομαι) σημαίνει ότι επιδεικνύω έντονο κέφι και νταλκά, ειδικά σε γιορτές. Η προέλευση της λέξης από τα τουρκικά.

Πήγαμε στον Τούρκο χθες φίλε μετά το κλαμπ και φάγαμε σαν βασιλιάδες. Πολύ μερακλής ο τύπος μιλάμε, τέτοιο ψητό και τέτοια λαδερά δεν κάνει ούτε η μάνα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως προέκταση του εδώ ορισμού, να δώσουμε και μία τυποποιημένη αντίδραση περιλαμβάνουσα αυτήν την λέξη, με παρόμοια σημασία.

Απαντάμε «είσαι μερακλής», λοιπόν, σε τύπο ο οποίος εκφράζει γούστα τα οποία μας φαίνονται τουλάστιχον περίεργα, αποκρουστικά, έως και αποδοκιμαστέα, αλλά υπεκφεύγουμε ευθείας απάντησης και υπονοούμε κάτι στην γκάμα μεταξύ του «περί ορέξεως» και του «πρέπει να σε δέσουν».

Βλέπε και γειώσεις.

  1. - Ωπ! κοίτα ρε συ τη γκόμενα. Ινδή και ωραία, πώς κι έτσι.
    - Εμένα οι Ινδές μ' αρέσουν, φίλε.
    - Είσαι μερακλής.

  2. - Πήγα Ταϊλάνδη για διακοπές, πολύ γαμάτα ρε φίλε. Και γαμώ τις χώρες. Πολιτισμός, κουζίνα, φύση, τα πάντα.
    - Ασ' τ' αυτά. Κάνα αγοράκι γάμησες; Δεν αξίζει να πας Ταϊλάνδη και να μην ρίξεις και έναν.
    - Ε, είσαι μερακλής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified