Με κόβει η πείνα. Η πολύ μεγάλη πείνα. Με κόβει λόρδα.
Έξι ώρες ταξίδι και δεν ήθελε να σταματήσουμε να τσιμπήσουμε τίποτα. Με είχε κόψει αλλά τι να κάνω, δεν σήκωνε κουβέντα!
Με κόβει η πείνα. Η πολύ μεγάλη πείνα. Με κόβει λόρδα.
Έξι ώρες ταξίδι και δεν ήθελε να σταματήσουμε να τσιμπήσουμε τίποτα. Με είχε κόψει αλλά τι να κάνω, δεν σήκωνε κουβέντα!
Got a better definition? Add it!
0 comments