1. Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

  2. Συντόμευση της καβάντζας, βλ. καβάντζα.

  1. Μωρό μου έχω πιει μια κάβα, μόνο εσύ λείπεις.

  2. - Με τη Γιάννα τι έγινε τελικά;
    - Τίποτα, την έχω για κάβα τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Το δεύτερο φαίνεται συνώνυμο του backup

#2
soulto

Eurogroup: Η κυβέρνηση συμφώνησε σε 4ο Μνημόνιο-«κάβα»

Το σχόλιο του ΠΑΣΟΚ για το Μνημόνιο... Κάβα