Όταν στρώνεται στο ποτό ο νεροχύτης με την παρέα του. Ακαταλόγιστο ποτό. Προφέρεται με το ρ παρατεταμένο για να δώσουμε έμφαση (φαρρρμακώσαμε).

  1. Πατέρας στο γιό:
    - Γιατί ξέρναγες εχθές το βράδι; Πάλι φαρμάκωσες;
    - Άσε με ρε πατέρα, έχω και πονοκέφαλο....

  2. Μεταξύ φίλων:
    - Καλά ρε μαλάκα, 5 μπουκάλια ουίσκι 3 άτομα εχθές;
    - Άστα, πέρασε ο Νιόνιος από 'δω και φαρρρμακώσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified