Κάνω σεξ ενεργητικά, ήτοι κάνω σεξ σε μια γυναίκα. Ως εκ τούτου απαντάται στην περιγραφή της σεξουαλικής πράξης από άνδρες. Συναντάται στην Ήπειρο και στη Ρούμελη κυρίως.

Τα κατάφερε τελικά. Τη φαρμάκωσε τη χήρα ο άτιμος!

(από Nakas, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης και ακαταλόγιστο φαγητό, κατ' επέκτασιν.

-Η χοντρή δίπλα φαρμακώνει τον αγλέουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν στρώνεται στο ποτό ο νεροχύτης με την παρέα του. Ακαταλόγιστο ποτό. Προφέρεται με το ρ παρατεταμένο για να δώσουμε έμφαση (φαρρρμακώσαμε).

  1. Πατέρας στο γιό:
    - Γιατί ξέρναγες εχθές το βράδι; Πάλι φαρμάκωσες;
    - Άσε με ρε πατέρα, έχω και πονοκέφαλο....

  2. Μεταξύ φίλων:
    - Καλά ρε μαλάκα, 5 μπουκάλια ουίσκι 3 άτομα εχθές;
    - Άστα, πέρασε ο Νιόνιος από 'δω και φαρρρμακώσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω.

(Η αγανακτισμένη μάνα στο ατίθασο παιδί)
- Φαρμάκωσε να μαζέψω τα πιάτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified