Τρέλα, αλλοφροσύνη. Εκ του συνηρημένου λαλάω - λαλώ, ήτοι τρελαίνομαι, τα παίζω. Ένα σκαλί πριν το σύστριγγλο.

Σήμερα όλη μέρα με πάνε γαμιώντας, δεν αντέχω άλλο, με έπιασε λαλίαση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified