Συνήθως πάει μαζί με το «πολύ», δηλαδή «απλώνω πολύ τραχανά», και δηλώνει ότι έχω ανοίξει πολλές δουλειές ταυτόχρονα ή έχω ξεκινήσει πολλά καινούρια πράγματα.

Άπλωσες πολύ τραχανά και δεν τα προλαβαίνεις, βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published

Αποχαύνωση, τεμπελιά, τέρμα χαλάρωση, μαστουροκατάσταση, χύμα στο κύμα, ρέκλα, ενδεχομένως υπό συνθήκες και μουργέλα.
Ρήμα: μαλαγρώνω.

Η μαλάγρα είναι ένα φυτό σαν το φλόμο, που χρησιμοποιείται για να θολώνει τα νερά και να ζαλίζει τα ψάρια, ώστε να πιάνονται εύκολα.

Τη λέξη την έχω ακούσει μόνο από δυο άτομα πριν κάτι χιλιάδες (κοντά δεκαπέντε, είκοσι) χρόνια, κάνοντας διακοπές σε ένα χωριό του Πηλίου. Τα άτομα προφανώς ήταν μαλαγρωμένα κάργα. Πίνανε διαρκώς μπάφοθς, χυμένοι στο κύμα, και κάθε δέκα λεπτά περίπου κάποιος έλεγε νωχελικά: «Μαλάάάγρα» ή «Μαλάγρωσα» ή «Μαλαγρώσαμε».

Την είχα χρόνια ξεχασμένη και τη ξαναθυμήθηκα προσφάτως με τυχαία αφορμή. Δεν ξέρω πόσο δόκιμη είναι, ούτε είμαι σίγουρη τι ακριβώς-ακριβώς σημαίνει (συνειρμικά συμπεράσματα βγάζω), αλλά τέλος πάντων δεν την έβγαλα από το μυαλό μου (δεν ξέρω αν την έβγαλαν από το μπαφιασμένο τους μυαλό οι δυο μαλαγρωμένοι).

Όποιος ξέρει περισσότερα, ας τα πει.

Με έχει πιάσει μια μαλάγρα απίστευτη.

η συνταγή!!! (από gaidouragathos, 22/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταλαιπωρώ αφάνταστα, φέρνω σε άθλια κατάσταση, καταφέρω ισχυρό πλήγμα. Συνηθέστερα, πλακώνω κάποιον στο ξύλο.

Συντάσσεται με γενική:
«μου άλλαξαν τον αδόξαστο»
«του αλλάξαμε τον αδόξαστο»

Συναφή: αλλάζω τα φώτα, αλλάζω τα πετρέλαια, κ.τ.ό.

Μας άλλαξε τον αδόξαστο αυτό το μεσοπρόθεσμο, γαμώ το ΔΝΤ τους μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εμπορική συναλλαγή (αρχική σημασία).
  2. Δοσοληψία, πάρε δώσε, σχέση (οποιασδήποτε φύσης, φιλικής, ερωτικής ή άλλης).
  3. Προβλήματα, μπερδέματα, φασαρία, διαπληκτισμός.

Από το ιταλικό dare-avere, δούναι και λαβείν (πηγή: Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα). Με ανομοίωση του Ρ σε Λ προκύπτει το «νταλαβέρι».

Σχετικό ρήμα: νταραβερίζομαι

  1. Στη δουλειά μου έχω νταραβέρια με πολλές εταιρείες.
  2. Δε θέλω καθόλου νταραβέρια μαζί του.
  3. Έχει νταραβέρια με την αστυνομία.

βλ. και βέρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανύπαντρος, εργένης, γεροντοπαλίκαρο. Από την τούρκικη λέξη bekâr που έχει την ίδια ακριβώς σημασία. Απ' όσο ξέρω, τη χρησιμοποιούσαν περισσότερο πριν από μερικές δεκαετίες παρά τώρα, και περισσότερο Βορειοελλαδίτες και Μικρασιάτες. Το συναντάμε και ως επώνυμο.

Βλέπε και λέξεις μπακούρης, μπακούρι.

Βλέπε επίσης βικιλεξικό: μπεκιάρης.

Ο Φώντας δεν λέει να νοικοκυρευτεί, πενηντάρισε κι ακόμα μπεκιάρης είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη ιδιοτροπία, συνήθως κακοπροαίρετη. Βλέπε στριμμάδι.

Αμάν χριστιανέ μου, όλα σου φταίνε! Η στριμμάδα θα σε φάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στριμμένος, ιδιότροπος και μάλλον κακοπροαίρετος άνθρωπος.

Συνώνυμα: στραβόξυλο.

Συναφείς έννοιες: στριμμάδα, η ιδιότητα του να είναι κανείς στριμμάδι.

Αυτός ο Κώστας ό,τι και να του πω στραβό του φαίνεται, είναι μεγάλο στριμμάδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρέλα, αλλοφροσύνη. Εκ του συνηρημένου λαλάω - λαλώ, ήτοι τρελαίνομαι, τα παίζω. Ένα σκαλί πριν το σύστριγγλο.

Σήμερα όλη μέρα με πάνε γαμιώντας, δεν αντέχω άλλο, με έπιασε λαλίαση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλοφροσύνη. Αυτό που παθαίνεις όταν βλέπεις το δίχρονο βλαστάρι σου να κάνει καλλιγραφία με τους μαρκαδόρους πάνω στο πανάκριβο μεταξωτό φόρεμα που πήρες για το γάμο της ξαδέρφης σου.

Μου τη βγήκε ένας μαλάκας μπροστά στο φανάρι σήμερα, ήμουνα τσιτωμένη από τη δουλειά και με έπιασε σύστριγγλο.

Βλ. και σχετικό λήμμα λαλίαση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη μία έκφραση που δηλώνει τον ομοφυλόφιλο άντρα. Πάρα πολλές τέτοιες εκφράσεις θα βρείτε στο λήμμα πνίγω το λαγουδάκι.

Κοίτα να δεις, ο Μπάμπης έχει τις σούστες χαλαρές, και δεν του φαινότανε!

Βλ. και σχετικά λήμματα την τρίζει την όπισθεν και παίρνω τον πούλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified