στειλιάρι, στυλιάρι
- Κομμάτι ξύλο.
- Mεταφορικά: ο αγράμματος άνθρωπος.
- Θ' αρπάξω το στειλιάρι και θα δεις!
- Καλά είσαι τελείως στειλιάρι; Δεν καταλαβαίνεις;
You do not have permission to view this page!
You may be allowed to view this page if you log in below.
στειλιάρι, στυλιάρι
Got a better definition? Add it!
0 comments