Κάνω βόλτες στο Mall, συνήθως κοιτώντας μόνο τις βιτρίνες χωρίς να ψωνίζω.

- Βαριέμαι ελεεινά ρε συ...
- Παμε να μολάρουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Azargled

lol

#2
GATZMAN

Και ραμολάρω, για τα ραμολί που μολάρουν

#3
assosmalakos

@GATZMAN:ίσως και αμολάρω για την απαξία κάποιου στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία;όχι το στερητικό -α-,σα μια λέξη θεώρησέ το!

#4
GATZMAN

Ετσα μπράβο

#5
spapakons

Επίσεις «μολάρω» στα κρητικά σημαίνει φεύγω, πάω βόλτα.
π.χ.:
- Που είναι ο Γιώργος;
- Δεν ξέρω, πάλι μόλαρε.