Κάνω βόλτες στο Mall, συνήθως κοιτώντας μόνο τις βιτρίνες χωρίς να ψωνίζω.
- Βαριέμαι ελεεινά ρε συ...
- Παμε να μολάρουμε!
Κάνω βόλτες στο Mall, συνήθως κοιτώντας μόνο τις βιτρίνες χωρίς να ψωνίζω.
- Βαριέμαι ελεεινά ρε συ...
- Παμε να μολάρουμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
5 comments
Azargled
lol
GATZMAN
Και ραμολάρω, για τα ραμολί που μολάρουν
assosmalakos
@GATZMAN:ίσως και αμολάρω για την απαξία κάποιου στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία;όχι το στερητικό -α-,σα μια λέξη θεώρησέ το!
GATZMAN
Ετσα μπράβο
spapakons
Επίσεις «μολάρω» στα κρητικά σημαίνει φεύγω, πάω βόλτα.
π.χ.:
- Που είναι ο Γιώργος;
- Δεν ξέρω, πάλι μόλαρε.