Στο διαχρονικό πια «Κωσταντίνου και Ελένης», ο Μάνθος σε ένα επεισόδιο τα χώνει στον Κωσταντίνο που είναι ακόμα πολύ ντροπαλός με την μνηστή του... έτσι προσπαθεί να του δώσει να καταλάβει ότι πρόκειται για μια ανούσια κατάσταση, καθώς με την ατάκα αυτή υπονοεί ότι ο Κωσταντίνος πρέπει να πλησιάσει ερωτικά τη μνηστή του.

- Βγήκαμε, πήγαμε για καφέ, μετά σινεμά και μετά την πήγα σπίτι της...
- Ρε φίλε τόσον καιρό μέλι μέλι και τηγανίτα τίποτα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την ελληνική ταινία Σ(ούλα) Έ(λα) Ξ(ανά) με την Ζέτα Μακρυπούλια, ο όρος Σ.Ε.Ξ. υποννοεί την γεροντοκόρη, η οποία όμως είναι ευγάμητη.

-Ρε την καημένη τη Σοφία, την παράτησε ο Τάκης...
-Ναι ρε γαμώτο, Σ.Ε.Ξ. θα γίνει κι αυτή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτολογώντας, το καυλάκι, δηλαδή αυτός /-ή που αξίζει να περιέλθει κανείς εις συνουσία μαζί του/της.

- Πολύ όμορφη και τσαχπινογαργαλιάρα η Μαρία...
- Ναι όντως, είναι ευγάμητη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφέρω οίδημα των όρχεων, κοινώς σπάω τα νεύρα κάποιου. Σχετικό με το μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια, ενώ ο πρήκτωρ ονομάζεται πρηξαρχίδι.

- Ρε συ, την πουλεύουμε;
- Έλα ρε γαμώ, χίλιες φορές μου τό 'πες, μη μου τα τσουρεκώνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Η υπερβολική βαρεμάρα, η αδιαφορία προς ο,τιδήποτε μια συγκεκριμένη στιγμή. Κυρίως λέγεται από κοπέλες, μιας και κατέχουν το αντίστοιχο όργανο.

- Η κακία, η εκδικητικότητα και η χαιρεκακία. Επίσης κυρίως από κοπέλες.

Αφροξυλάνθη: Να σου πω, πάμε να μολάρουμε;
Κατινίτσα: Μπα, με έχει πιάσει ξινομουνίαση σήμερα.

(από perkins, 06/09/10)

Δες και ξυνομούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω βόλτες στο Mall, συνήθως κοιτώντας μόνο τις βιτρίνες χωρίς να ψωνίζω.

- Βαριέμαι ελεεινά ρε συ...
- Παμε να μολάρουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη, απεχθής γκόμενα. Ομοιάζει με το μπάζο, αλλά το «μπαζολιό» είναι πιο προσβλητικό ως ουδέτερο.

Βλέπε και μπάζο, μπαζόλα.

- Ρε συ, το είδες το μπαζολιό που πέρασε;
- Ναι ρε φίλε, σκέτη σαβούρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified