- Η υπερβολική βαρεμάρα, η αδιαφορία προς ο,τιδήποτε μια συγκεκριμένη στιγμή. Κυρίως λέγεται από κοπέλες, μιας και κατέχουν το αντίστοιχο όργανο.

- Η κακία, η εκδικητικότητα και η χαιρεκακία. Επίσης κυρίως από κοπέλες.

Αφροξυλάνθη: Να σου πω, πάμε να μολάρουμε;
Κατινίτσα: Μπα, με έχει πιάσει ξινομουνίαση σήμερα.

(από perkins, 06/09/10)

Δες και ξυνομούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Ωραίος ο μεκάνικαρτς.

Ένα ορθογραφικό σχόλιο: Στην πρώτη σημασία νομίζω ταιριάζει η γραφή με ύψιλον (απο το ξύνω + μουνί). Στη δεύτερη όκέι, άν θεωρηθεί οτι βγαίνει απ' το ξινός< όξινος + μουνί.