Κατάσταση στην οποία επιτυγχάνεται τρελό κέφι. Το τζέρτζελο, πανικός.
Έχασες ρε Κώτσο που δεν ήρθες στο πάρτυ, περάσαμε γαμάτα, έγινε το χάι χου. Το κάψαμε.
Κατάσταση στην οποία επιτυγχάνεται τρελό κέφι. Το τζέρτζελο, πανικός.
Έχασες ρε Κώτσο που δεν ήρθες στο πάρτυ, περάσαμε γαμάτα, έγινε το χάι χου. Το κάψαμε.
Βλ. και σχετικά λήμματα τζερτζελές, o, χαμός, χαβαλές, χαβαλέ, χουλιαμάς και χουχλιαμάς, ο
Got a better definition? Add it!
3 comments
poniroskylo
Ίσως σχετικό με το Χάι Χο που τραγουδούν οι 7 νάνοι πηγαίνοντας και γυρίζοντας από τη δουλειά. Εκτός αν προέρχεται από τα χαϊκού. Που δε νομίζω.
vikar
Χμμ... Ίσως βγαίνει απ' το αϊντέ («χάι ντέεεε»), επιφώνημα σε καταστάσεις ότι νά 'ναι.
vikar
Ούπς. Όχι «να βγαίνει από», αλλα «να είναι παρόμοιο με».