Κατάσταση στην οποία επιτυγχάνεται τρελό κέφι. Το τζέρτζελο, πανικός.
Έχασες ρε Κώτσο που δεν ήρθες στο πάρτυ, περάσαμε γαμάτα, έγινε το χάι χου. Το κάψαμε.
Κατάσταση στην οποία επιτυγχάνεται τρελό κέφι. Το τζέρτζελο, πανικός.
Έχασες ρε Κώτσο που δεν ήρθες στο πάρτυ, περάσαμε γαμάτα, έγινε το χάι χου. Το κάψαμε.
Βλ. και σχετικά λήμματα τζερτζελές, o, χαμός, χαβαλές, χαβαλέ, χουλιαμάς και χουχλιαμάς, ο
Got a better definition? Add it!