Όρος που χρησιμοποιείται για άτομα ανεξαρτήτως καταγωγής αλλά κοινού στυλ, το οποίο πρόσκειται στο στυλ του «μπραχαμιού». Δηλαδή παρωχημένες ενδυματολογικές επιλογές οι οποίες θυμίζουν βλάχο σε νεαρή ηλικία, εξού και η λέξη.

- Ήμουν Ποσειδώνος και περίμενα 7 ολόκληρα λεπτά να άναψει το κωλοφάναρο, και δε φτάνει μόνο αυτό, ήταν και ένας βλαχοτηνέιτζερ μπροστά μου που είχε πωρωθεί με το "Τζίγκλι μπελς" της Θώδη και δεν ξεκινούσε με τίποτα ο μαλάκας. Μια ολόκληρη ουρά περίμενε να τελειώσει η τραγουδάρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Βλέπε και αγροτινέιτζερ.