Πρόκειται για παράφραση του γαλλικού «faux bijoux» που σημαίνει το μη αυθεντικό κόσμημα, και περιγράφει το ψεύτικο, απότοκο πλαστικής επέμβασης, στήθος.
-Πάντα το ζήλευα το στήθος της Ελένης... -Κι εγώ, μέχρι που έμαθα ότι είναι φο-βυζού!!!
Πρόκειται για παράφραση του γαλλικού «faux bijoux» που σημαίνει το μη αυθεντικό κόσμημα, και περιγράφει το ψεύτικο, απότοκο πλαστικής επέμβασης, στήθος.
-Πάντα το ζήλευα το στήθος της Ελένης... -Κι εγώ, μέχρι που έμαθα ότι είναι φο-βυζού!!!
βλ. και κονάτο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τούρτα γενεθλίων στα θεσσαλονικιώτικα. Χρησιμοποιείται χιουμοριστικά από τους Νότιους, θίγοντας την τάση των Θεσσαλονικέων να λένε κάθε τί φαγώσιμο, «μπουγάτσα».
- Ρε μαλλλάκα, μην ξεχάσεις να πάρεις μια μεγάλλλη μπουγάτσα με κεριά για τα γενέθλλλια του Μιχάλλλη το Σάββατο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραλλαγή του όρου «φουστανελάς» ο οποίος περιγράφει συνοπτικά τον τσολιά με ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις, τον γκέι τσολιά.
Η κυρά Μαρία καμαρώνει που μπήκε ο γιος της στην Εθνική Φρουρά... Δεν ξέρει μάλλον ότι είναι πουστανελάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για υποτιμητικό χαρακτηρισμό, ο οποίος αναφέρεται κυρίως σε γυναίκες χωρίς στυλ ή απλούστατα χωρίς ίχνος αιτίας για να τις συμπαθήσεις. Συνώνυμο του «τσόκαρο, γκαζιέρα».
- Κάλεσα και την Μέλπω στο πάρτυ, ελπίζω να μη σε πειράζει αγάπη μου, ε;;;
- Εμένα τί να με πειράξει;;; Τους καλεσμένους όμως που θα τη δουν και θα ξαμοληθούν στους δρόμους να τρέξεις εσύ να τους φέρεις πίσω! Και εξηγούμαι από τώρα, δεν θα δικαιολογήσω σε καμία περίπτωση εγώ την παρουσία αυτού του πόμολου στο παρτάκι, οκ;
Δες και πετούγια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για εξελληνισμένη λέξη που προέρχεται από την αντίστοιχη αγγλική «punk» η οποία συνοψίζει σημασιολογικά το look με σκισμένα ρούχα, αλυσίδες σε πρόσωπο και σώμα, μαλλί άλουστο και κατά προτίμηση βαμμένο ροζ ή πράσινο (χωρίς να είναι απόλυτη η επιλογή χρώματος), μουσική είτε μέταλ είτε ντίσκο των '80s κ.τ.λ. Βασικά χρησιμοποιείται υποτιμητικά από μη θιασώτες του συγκεκριμένου στυλ.
Σχετικό λήμμα: κατσαπάνκης
Αυτό το πανκιό την Αννούλα που ακούει Metallica μπροστά σε κόσμο και Πλούταρχο όταν είναι μόνη της, ποιος την κάλεσε πάλι;;;
Σχετικό: χαοτικός πάνκης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απειλητική φρασεολογία η οποία χρησιμοποιείται όταν έχει κανείς περιέλθει σε μια απίστευτη κατάσταση θυμού. Το ταμτιριρί μπορεί να συμβολίζει το πιο αδύναμο στοιχείο ενός ατόμου, κυρίως αυτού στο οποίο επιτιθέμεθα. Δηλαδή, το ταμτιριρί μπορεί να είναι η γυναίκα του αχώνευτου γείτονα, η μάνα του άδικου διαιτητή, το σπίτι του σπαγκοραμμένου αφεντικού μας κ.ο.κ.
- Του καριόλη του διπλανού θα του γαμήσω το ταμτιριρί αν ξαναπαρκάρει μπροστά στο γκαράζ!!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για το γνωστό ανδρικό όνομα, το οποίο όμως μεταλλάσσεται και προερχόμενο από τη λέξη «σαβ-ουρογάμης», περιγράφει συνοπτικά το άτομο που πηδάει ό,τι κινείται στον κόσμο τούτο, από γάτα μέχρι τον κακάσχημο γείτονα με το όνομα «Λάκης». Χρησιμοποιείται τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες.
- Αχ, ο Γιωργάκης δεν είναι τέλειος;;;
- Μπορώ να σε λέω Σάββα;;;;;;;;!!!!!!!!!!!!!!!
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1) Πρόκειται για όρο ενδεικτικό της κατάστασης μιας απεριποίητης ηβικής περιοχής, η οποία θυμίζει έντονα τον επεξηγούμενο όρο.
2) Παρασυνθηματική λέξη για το χασίς.
1) Η Λυδία, μεγάλη φούντα... Ρώτα όλους τους πρώην της. 2) Στο πάρτυ θα έχει φούντα ή να φέρω από το σπίτι;;;
Σχετικά με το 2): φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για όρο που χρησιμοποιείται για άτομα περιορισμένης νοημοσύνης σε σημείο να θυμίζουν σε εξυπνάδα, ευστροφία και οξύνοια κάποιο φρούτο ή λαχανικό που, φύσει και θέσει, είναι αδύνατο να είναι έξυπνο. Δεν έχει σχέση με το φυτό, το οποίο σημαίνει το άτομο που μελετά πολύ.
- Πώς λες να γράψει η Αγγελική στις πανελλαδικές;;;
- Από τη μία διαβάζει 25 ώρες τη μέρα... Από την άλλη όμως είναι τέτοιο ζαρζαβατικό που μια μαλακία από τις γνωστές της να πετάξει, θα της το μηδενίσουν το γραπτό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος συνώνυμος του γνωστού μαλάκα. Χρησιμοποιείται όταν θέλει κανείς να τονίσει τη μαλθακότητα ή και πολλές φορές την σκέτη ηλιθιότητα ενός ατόμου. Απαντάται στο αρσενικό γένος.
- Αυτός ο μαλαπέρδας ο Μάξιμος, χάλασε πάλι το τηλεκοντρόλ. Ας τον μαζέψει κάποιος πριν μου γκρεμίσει το σπίτι!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified