Άνθρωπος σε πολύ κακή σωματική κατάσταση, ανάπηρος. Μπορούμε να το πούμε και μεταφορικά, με την έννοια πολύ κουρασμένος.

  1. - Ο παππούς σου ζει;
    - Ναι.
    - Και πώς δεν σε επισκέπτεται καθόλου;
    - Δυστυχώς είναι τελείως σακάτης ... ο πόλεμος τον άφησε ανάπηρο και είναι συνέχεια στο κρεβάτι.

  2. - Έλα Γιάννη, πάμε για καμιά μπύρα έξω;
    - Σόρι, αλλά θα μείνω μέσα να ξεκουραστώ ... όλη μέρα δουλειά σήμερα, σακάτης κατάντησα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified