Άνθρωπος σε πολύ κακή σωματική κατάσταση, ανάπηρος. Μπορούμε να το πούμε και μεταφορικά, με την έννοια πολύ κουρασμένος.
- Ο παππούς σου ζει;
- Ναι.
- Και πώς δεν σε επισκέπτεται καθόλου;
- Δυστυχώς είναι τελείως σακάτης ... ο πόλεμος τον άφησε ανάπηρο και είναι συνέχεια στο κρεβάτι.- Έλα Γιάννη, πάμε για καμιά μπύρα έξω;
- Σόρι, αλλά θα μείνω μέσα να ξεκουραστώ ... όλη μέρα δουλειά σήμερα, σακάτης κατάντησα.