Στην κυρίαρχη γλώσσα σημαίνει «κάνω κάποιον να χάσει το σφρίγος, την ζωντάνια του». Ετυμολογείται από το «κατσί», από το «κάττα», από το ιταλικό «gatta», που είναι η «γάτα», όπως και το αγγλικό «cat».

Τα εξωσλανγκικά λεξικά, όμως, δεν μας λένε ότι στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων χρησιμοποιούμε το ρήμα για την καταπόνηση του πέους από τον υπερβολικό αυνανισμό και γενικότερα περιεργασία του.

- Νικολάκη, πάλι με τον σωλήνα ασχολείσαι, θα τον κατσιάσεις!
- Ωχ, η μάνα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Συγγνώμη, οφείλω να συμπληρώσω ότι λέγεται και για την περιεργασία που κάνει μια κορασίς στον πέοντα. Λ.χ.

-Αμάν ρε Λάουρα, θα το κατσιάσεις το παιδί [Σημ.: «το παιδί», συνεκδοχικά, όλον αντί μέρους], ούτε στιγμή δεν τον έχεις αφήσει ήσυχο...

#2
vikar

Ακόμη, και πιό αγνά, χρησιμοποιείται σε φάσεις που η μαμά, θεία, γιαγιά, σ' έχει γραπώσει, σε σαλιοφιλάει, και δέ σ' αφήνει ν' ανασάνεις.

«Αμά' ρε μάνα πρωινιάτικα, με κάτσιασες! Δέν είμαι πιά μικρό παιδί».

Αποφεύγεις βέβαια να εξηγήσεις της μαμάς οτι άν δεν γουστάρεις, είναι στην αλήθεια επειδή η όλη φάση σου θυμίζει τα χθεσινοβραδινά αίσχη με τη μικρή, και το μόνο που χρειάζεσαι σ' αυτή τη φάση είναι μιά αναζωπύρωση του οιδιπόδειου, και κάτσε στην τελική, τουλάχιστον να κάνουμε κάνα ντουζάκι να φύγ' η σεξίλα, και αμάν θέ μου να φύγω επιτέλους απ' το σπίτι και τους δικούς μου, κι' άντε, ίσως με τη νέα κυβέρνηση να βρούμε και καμιά δουλειά να βγαίνει το νοίκι αλήθεια, πήγι' ο μπαμπάς να γλείψει τον Ψωμιάδη ή ακόμα;, και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά...

Αυτό θα πεί κάτσιασμα. Συγκεκριμένα, ψυχοκάτσιασμα.

#3
Hank

Σωστόστ!